Σε κάθε περίπτωση αντιμετώπισης προβλημάτων σωματικής ή ψυχικής υγείας είναι αποδεδειγμένο ότι η έγκαιρη διάγνωση των συμπτωμάτων οδηγεί στην καλύτερη λήψη παρεμβάσεων με σκοπό να "θεραπευτεί" ο λήπτης των υπηρεσιών.
Στον τομέα υγείας φαίνεται ότι είναι πολύ διακριτό από όλους, πολιτεία και πολίτες, άσχετα εαν και εδώ οι πρωτοβάθμιες δομές υγείας (πχ. Κέντρα Υγείας) είναι υποβαθμισμένες. Τι γίνεται όμως ,στον τομέα της ψυχοκοινωνικής υποστήριξης της οικογένειας; Πόσο κατανοητό είναι ότι και εκεί χρειάζεται μια έγκαιρη και οργανωμένη ,μέσω ανοικτών δομών, παρέμβαση.
Συχνά η κοινωνία βρίσκεται μπροστά από ειδήσεις που αναφέρονται σε παιδιά που έχουν υποστεί κακοποίηση ή σοβαρή παραμέληση ,με αποτέλεσμα την αναγκαστική ,για την προστασία τους, απομάκρυνση από τους γονείς τους. Πολλές φορές οι επαγγελματίες σε δημόσιες δομές υγείας ( Μαιευτήρια, Παιδιατρικά νοσοκομεία ) βρίσκονται υποχρεωμένοι να διαχειριστούν εισαγγελικές εντολές για παιδιά λόγω εγκατάλειψης τους ή λόγω διερεύνησης κακοποίησης από το οικογενειακό τους περιβάλλον. Το φαινόμενο είναι συνηθισμένο ,είναι κάτι που όλοι οι επαγγελματίες του χώρου το έχουν βιώσει η δε κοινή γνώμη ,συνήθως, αγανακτεί απέναντι στους βιολογικούς γονείς για την κατάσταση των παιδιών τους.
Όσον αφορά την πορεία φιλοξενίας του παιδιού αυτή ,συνήθως, καταλήγει σε μια δομή ιδρυματική με την ελπίδα να βρεθεί μια ανάδοχη οικογένεια έως ότου διευκρινιστεί η δυνατότητα επιστροφής ή όχι στην οικογένεια. Κάτι που ακόμα σήμερα είναι ιδιαίτερα δύσκολο ,ιδιαίτερα εαν ένα παιδί έχει ηλικία άνω των 10 ετών.
Το τι πρέπει να γίνει ώστε ένα παιδί ,άσχετα με την ηλικία του ή τα προβλήματα του, να μπορέσει σε σύντομο χρονικό διάστημα να τοποθετηθεί σε Ανάδοχο είναι κάτι που θα το δούμε σε νέα ανάρτηση. Όμως το σημαντικό ,κατά την γνώμη μου, είναι να δούμε πως μπορεί να μειωθεί ο αριθμός των παιδιών που καταλήγουν εκτός οικογένειας, τι μπορεί να γίνει ώστε να προλάβουμε ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Το θέμα έχει συζητηθεί και μεταξύ όσων εμπλέκονται στην παιδική προστασία αλλά και θεσμικά με τους κυβερνητικούς παράγοντες που καθορίζουν και υλοποιούν πολιτικές. Θεσμικές αρχές όπως η Συνήγορος του Παιδιού, το ΙΥΠ, το ΕΚΚΑ οι βασικοί Μη Κυβερνητικοί Οργανισμοί συμφωνούν ότι η λύση της πρωτοβάθμιας παρέμβασης είναι ο μόνος δρόμος για την αποφυγή του ιδρυματισμού.
Τι εννοούμε πρωτοβάθμια παρέμβαση στις οικογένειες και γιατί είναι τόσο δύσκολο να εφαρμοστεί;
Η πρωτοβάθμια παρέμβαση σημαίνει πολύ απλά την δυνατότητα μιας οικογένειας να έχει πρόσβαση σε κοινωνικές υπηρεσίες στην κοινότητα για να διαγνωστεί και να αντιμετωπιστεί ένα πρόβλημα ψυχοκοινωνικής φύσεως που πολύ συχνά συνοδεύεται από οικονομικά προβλήματα.
Αυτό που χρειάζεται, λοιπόν, δεν είναι η στήριξη μόνο μέσω επιδομάτων κλπ,, των οικονομικών αιτημάτων τους αλλά και, κυρίως, της έγκαιρης διάγνωσης και αντιμετώπισης ψυχοκοινωνικών προβλημάτων. Σαν παράδειγμα μπορούμε να αναφέρουμε ότι μια δύσκολη οικονομική συνθήκη ,πχ μακρόχρονη ανεργία, των γονέων θα συνοδευτεί και από την δυσκολία διαχείρισης των παιδιών. Συνήθως χρειάζονται συμβουλευτική υποστήριξη από επαγγελματία Κοινωνικό Λειτουργό για το πως θα αντιμετωπίσουν τα διάφορα προβλήματα των παιδιών που θα προκύψουν από την δύσκολη συνθήκη που ζουν. Και οι ίδιοι οι γονείς τις περισσότερες φορές χρειάζονται συμβουλευτική και ψυχολογική υποστήριξη για να αντιμετωπίσουν τα δικά τους προβλήματα που τους καθιστούν αδύναμους απέναντι στις απαιτήσεις του γονικού ρόλου.
Ας δούμε μια καλή πρακτική ανοικτής δομής στήριξης των οικογενειών ,όπως τα Κέντρα Στήριξης Παιδιού και Οικογένειας των Παιδικών Χωριών ,δέκα από αυτά λειτουργούν σε όλη την Ελλάδα. Η βασική φιλοσοφία της λειτουργίας τους (Family Strengthening Programs) είναι η έγκαιρη διάγνωση ,μέσω μιας διεπιστημονικής ομάδας, του πραγματικού προβλήματος μιας οικογένειας. Μπορεί το αίτημα των γονέων να είναι υλική βοήθεια ,όμως θα εξεταστεί το σύνολο της πραγματικότητας της ώστε να βοηθηθεί και να δεχθεί στήριξη σε όποιο άλλο ενδεχόμενο. Συμβουλευτική γονέων, ψυχολογική υποστήριξη γονέων και παιδιών, ειδικές παρεμβάσεις και παραπομπές εαν χρειαστεί. Δομείται ,με αυτόν τον τρόπο, μια σχέση εμπιστοσύνης όπου ,κάποιες φορές ,μπορεί να εξεταστεί ακόμα και το ενδεχόμενο να πρέπει να αντιμετωπιστεί σοβαρό πρόβλημα παραμέλησης ή και κακοποίησης και τότε ,προφανώς, η διεπιστημονική ομάδα θα προχωρήσει στην θεσμική διαδικασία για την προστασία του παιδιού.
Σε κάθε περίπτωση ,όπως και στα θέματα υγείας, είναι σαφές ότι η έγκαιρη αντιμετώπιση των όποιων θεμάτων αναγνωριστούν από τους επαγγελματίες θα βοηθήσει στην καλύτερη αντιμετώπιση τους.
Είδαμε ,λοιπόν, μια καλή πρακτική στον τομέα αυτό ,πιθανόν να υπάρχουν και άλλες ανάλογες , και το ερώτημα είναι γιατί να μην μπορούν υλοποιηθούν από δημόσιους φορείς ώστε να έχουν μεγαλύτερη γεωγραφική εμβέλεια αλλά και θεσμικά να είναι κατοχυρωμένες και υποχρεωτικές; Ποιες είναι οι δυσκολίες για την εφαρμογή τέτοιων δημόσιων δομών, είναι η μη αναγνώριση της αναγκαιότητας; το έλλειμα τεχνογνωσίας; η αδυναμία χρηματοδότησης; τι εμποδίζει στο να θεσμοθετηθούν τέτοιες δομές και να λειτουργήσουν σε κάθε δήμο και περιφέρεια;
Ξεκινώντας από την αναγνώριση της αναγκαιότητας θα ήταν περίεργο η όποια πολιτική ηγεσία υπουργείου να μην την κατανοεί μετά τις αλλεπάλληλες εκθέσεις και διαβουλεύσεις που έχουν γίνει για το θέμα αυτό. Εξ' άλλου στο πλαίσιο αυτών των διαβουλεύσεων το υπουργείο Οικογένειας ,μέσω της ίδιας της Υπουργού έχει επανειλημμένως συμφωνήσει ότι λειτουργία τέτοιων Κέντρων χρειάζεται να λειτουργήσουν σε κάθε Δήμο (η αλήθεια είναι ότι δεν είμαστε σίγουροι ότι το ίδιο συμβαίνει και στο Υπουργείο Εσωτερικών και στους δημοτικούς άρχοντες ,όπου φοβάμαι ότι δεν υπάρχει η ίδια άποψη).
Όσον αφορά το θέμα της τεχνογνωσίας θα αναφέρω ότι ήδη από το 2019 με απόφαση (ΦΕΚ 1344/2019) των τότε υπουργών Εσωτερικών κ Χαρίτση και της Αν Υπουργού Εργασίας κ Φωτίου καθορίζονται οι προδιαγραφές λειτουργίας των Κέντρων Κοινότητας στους Δήμους ,τα οποία ακολουθούν σε μεγάλο βαθμό την φιλοσοφία της πρωτοβάθμιας παρέμβασης. Δυστυχώς στο ΦΕΚ αναφέρεται ότι σε κάθε Δήμο "δύναται" και όχι υποχρεωτικά να λειτουργεί ΚΚ με αυτές τις προδιαγραφές.
Τι ισχύει σήμερα
Σε πολλούς Δήμους λειτουργούν ΚΚ τα οποία, δυστυχώς, απέχουν από τις προδιαγραφές που αναφέρονται στο ΦΕΚ και από την ουσία της φιλοσοφίας της Πρωτοβάθμιας Παρέμβασης.
Οι λόγοι όπως τουλάχιστον προκύπτουν από την διαβούλευση μαζί τους είναι:
- Μη προτεραιοποίηση της ανάγκης αυτών των υπηρεσιών προς τους δημότες τους. Η παιδική προστασία ποτέ δεν ήταν και ,δυστυχώς, συνεχίζει να μην είναι μια από τι βασικές υποχρεώσεις ,ειδικά όταν αυτή αναφέρεται σε ευάλωτα παιδιά που χρειάζονται κάτι περισσότερο από έναν παιδικό σταθμό.
- Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα τα ΚΚ να είναι υποστελεχωμένα με την αιτιολογία ότι δεν υπάρχει η οικονομική δυνατότητα για προσλήψεις, αφού είναι προτιμότερο να "επενδύσουν" οι δήμαρχοι σε υπηρεσίες που εξυπηρετούν περισσότερους δημότες προφανώς για ψηφοθηρικούς λόγους
- Η μη υποχρεωτικότητα στις οργάνωση και λειτουργία των ΚΚ που θα επέτρεπε να επιτελούν το σκοπό τους αφήνει την Τ.Α ελεύθερη να "σαμποτάρει" στην ουσία τις προσπάθειες για αποιδρυματοποίηση ,αφού η πρωτοβάθμια παρέμβαση είναι βασικός πυλώνας για αυτήν.
- Κατ' αρχάς απαιτείται μια διυπουργική κατανόηση και συνεργασία ώστε θεσμικά το Υπουργείο Εσωτερικών να συμπορευτεί με το Υπουργείο Οικογένειας με σκοπό τα ΚΚ να λειτουργούν υποχρεωτικά κάτω από συγκεκριμένες προδιαγραφές και οι Δήμοι να είναι υποχρεωμένοι να παρέχουν ΚΑΙ τις ψυχοκοινωνικές υπηρεσίες τους.
- Πρός τούτο θα πρέπει να υπάρξει επαρκής στελέχωση μόνιμου προσωπικού, το οποίο θα εκπαιδευτεί για να επιτελέσει τον ρόλο του σωστά.
- Θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί η τεχνογνωσία όσων ΝΠΙΔ έχουν υλοποιήσει ανάλογα προγράμματα με επιτυχία και να υπάρξει μια δικτύωση ανά δήμο με όσες ανοικτές δομές μπορούν να υποστηρίξουν το έργο των ΚΚ
Θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η μεταρρύθμιση στην Παιδική Προστασία δεν θα προχωρήσει εαν δεν υπάρξει ένας ενισχυμένος ρόλος της Πρωτοβάθμιας Παρέμβασης και αυτό περνάει υποχρεωτικά από την Τοπική Αυτοδιοίκηση και αυτό είναι χρέος μας να το επιδιώξουμε και να το διεκδικήσουμε.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου